- ὠτάρια
- ὠτάριονa little earneut nom/voc/acc pl
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ωταρία — Πτερυγιόποδα της οικογένειας των ωταριιδών, της τάξης των σαρκοφάγων. Τα θηλαστικά αυτά, των οποίων τα άκρα έχουν σχήμα μεγάλων πτερυγίων, είναι διαδεδομένα σε όλες τις θάλασσες, αλλά προπάντων στο βόρειο ημισφαίριο. Kολυμπούν ταχύτατα, κινούνται … Dictionary of Greek
ὠτάρι' — ὠτάρια , ὠτάριον a little ear neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ωταριίδες — οι, Ν ζωολ. οικογένεια μεγαλόσωμων υδρόβιων σαρκοφάγων θηλαστικών τής τάξης πτερυγιόποδα, με τυπικό το γένος ωταρία. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. νεολατ. otariidae (< ωταρία + κατάλ. ίδες*)] … Dictionary of Greek
POCULUM — I. POCULUM primo vola fuit, quod Diogenes non erubuit didicisse, a quodam, quem cavâ manu exceptam auqam oriadmovere vidit, abiectô hinc vasculo suô potoriô, tamquam supellectile non necessariâ, eius simplicitatem in posterum imitaturus. Verum… … Hofmann J. Lexicon universale
σατύριο — το / σατύριον, ΝΑ [Σάτυρος] νεοελλ. βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια ορχιδίδες τής τάξης ορχιδώδη, με 120 περίπου είδη, τα οποία απαντούν κυρίως στην τροπική και στη νότια Αφρική αρχ. 1. είδος αφροδισιακού… … Dictionary of Greek
σατύριος — ίη, ον, Α [Σάτυρος] 1. σατυρικός 2. φρ. «σατύρια ὠτάρια» είδος κοσμημάτων για τα αφτιά … Dictionary of Greek